ακλήρωτος

ακλήρωτος
-η, -ο (Α ἀκλήρωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια
3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή -τί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κληρωτὸς < κληρῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκληρωτεί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκλήρωτος — without lot masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακλήρωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ορίστηκε με κλήρο: Τα χωράφια δόθηκαν ακλήρωτα. 2. αυτός που δεν κληρώθηκε: Τα λαχεία είναι ακόμη ακλήρωτα. 3. αυτός που δεν κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία: Ο γιος μου είναι ακόμη ακλήρωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκλήρωτον — ἀκλήρωτος without lot masc/fem acc sg ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλήρωτα — ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλήρωτοι — ἀκλήρωτος without lot masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλάρωτον — ἀκλά̱ρωτον , ἀκλήρωτος without lot masc/fem acc sg (doric) ἀκλά̱ρωτον , ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακληρωτεί — ἀκληρωτεὶ ή τὶ επίρρ. (Α) [ἀκλήρωτος] χωρίς κλήρωση, χωρίς τη χρησιμοποίηση κλήρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”